- ὠχρίασα
- ὠχρίᾱσα , ὠχριάωto be pallidaor ind act 1st sg (attic doric)ὠχρίᾱσα , ὠχριάωto be pallidaor ind act 1st sg (attic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωχριώ — ωχριώ, ωχρίασα βλ. πίν. 71 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ωχριώ — και ωχριάω ωχρίασα 1. γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω. 2. χάνω την αίγλη μου, υστερώ, επισκιάζομαι: Η κακία του ωχριά μπροστά στην κακία της γυναίκας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)